Μέχρι να πάθουμε κάτι. Όχι απαραίτητα σοβαρό. Ένα σπασμένο πόδι, ένας μέτριος πυρετός, ένα δόντι που χτυπάει στο νεύρο ή μια ανεμοβλογιά. Και ξαφνικά -ω, τι υποκρισία- αλλάζουν όλα. Στοιβάζονται τα πάντα στην άκρη του μυαλού για να στρογγυλοκάτσει στη μέση ο πόνος, η αδιαθεσία και το πύον. Κι αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο είναι ότι το ξέρεις: δε θα φύγουν μέχρι να γίνεις καλά.

Μαρμάρινο άγαλμα Αγνώστου από τον 2ο αι. μ.Χ, Μουσείο Λούβρου
Ούτε κι εγώ βέβαια ξεφεύγω από αυτήν την ασυνέπεια. Αυτά τα γράφω τώρα, βλέπετε, που έπεσα με το ποδήλατο και έχω το χέρι μου στο γύψο. Δεν με πειράζει τόσο που δε μπορώ να πληκτρολογήσω καλά, να οδηγήσω ή να παίξω κιθάρα. Όσο το ότι ξυπνάω και δεν μπορώ να πλύνω το πρόσωπό μου, ότι δεν μπορώ να κάνω ντουζ και βρομάω, ότι δεν μπορώ να πιάσω τα μαλλιά μου για μη μου πέφτουν στη μάπα. Ούτε καν ένα πορτοκάλι δε μπορώ να φάω, ή να αλείψω μια φέτα ψωμί.
Ω, μα ναι, είναι τόσο απαραίτητη η υγεία. Ίσως να μην είναι ικανή, σίγουρα όμως είναι αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη ακόμα και των ταπεινότερων στόχων.